- ξηρώδης
- ξηρ-ώδης, ες, wie trocken, trocken aussehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξηρώδης — ξηρώδης, ῶδες (Α) [ξηρός] αυτός που δίνει την εντύπωση τού ξηρού, που έχει ξηρότητα … Dictionary of Greek
ξηρώδη — ξηρώδης dryish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξηρώδης dryish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξηρώδης dryish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρῶδες — ξηρώδης dryish masc/fem voc sg ξηρώδης dryish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek